- βρογχοσκόπηση
- Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με ηλεκτρικό φωτισμό και μεγεθυντικό φακό. Το βρογχοσκόπιο επιτρέπει όχι μόνο την απευθείας διερεύνηση της επιφάνειας, την εξακρίβωση ύπαρξης ξένων σωμάτων, παραμορφώσεων ή νεοπλασιών των βρόγχων, αλλά και την αναρρόφηση ενδοβρογχικών εκκριμάτων που εμποδίζουν την επισκόπηση και τη λήψη τεμαχίων ύποπτων ιστών για ιστολογική εξέταση.
* * *ηεξέταση των βρόγχων με βρογχοσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.